γκόλφι

γκόλφι
το
βλ. γκόλπι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γκόλφι — το 1. εγκόλπιο, φυλαχτό. 2. μτφ., πολύτιμο και αγαπητό αντικείμενο: Κρατάει τα γράμματα του γιου της γκόλφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκόλπι — και γκόλφι και γκόρφι, το το εγκόλπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εγκόλπιον «φυλακτό», ουδ. του επιθ. εγκόλπιος] …   Dictionary of Greek

  • εγκόλπιος — α, ο (AM ἐγκόλπιος, ον) 1. αυτός που φέρεται ή τοποθετείται στο στήθος («εγκόλπιος σταυρός») 2. το ουδ. ως ουσ. οποιοδήποτε κόσμημα ή διακριτικό φέρεται στο στήθος κρεμασμένο με αλυσίδα από τον λαιμό μσν. νεοελλ. α) το επιστήθιο τού επισκόπου (με …   Dictionary of Greek

  • εγκόλπιο — το 1. κόσμημα ή φυλαχτό, που κρέμεται από το λαιμό μας, χαϊμαλί, γκόλφι. 2. μικρό βιβλίο περιληπτικό, εκλαϊκευτικό, που περιέχει τα κύρια στοιχεία επιστήμης, τέχνης κτλ., βιβλίο τσέπης: Εγκόλπιο εφέδρου αξιωματικού. 3. (εκκλησ.), ασημένια εικόνα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”